Ο Γιώτης ο Μέσης

Ο Γιώτης ο Μέσης

Ο Παναγιώτης γεννήθηκε πρόωρα το καλοκαίρι του 66 στα Λαγκάδια της Γορτυνίας, την ημέρα του τελικού του Παγκοσμίου Κυπέλλου στην Αγγλία. Την Γιαννούλα, την πιάσανε οι πόνοι στο χωράφι. Ξεγέννησε κάτω από μια συκιά, που λένε έχει κακό ίσκιο, την ώρα που το σουτ του Χάρστ αφού κτύπησε στο δοκάρι, αναπήδησε στο έδαφος, πριν απομακρυνθεί . Ο Ελβετός διαιτητής, συμβουλεύτηκε τον Ρώσο επόπτη, έδειξε την σέντρα και η Αγγλία πήρε το μοναδικό της μέχρι σήμερα Παγκόσμιο Κύπελλο.

Την επομένη, ένα ερώτημα απασχολούσε τις εφημερίδες σε όλο τον κόσμο   “πέρασε δεν πέρασε την γραμμή” και ένα άλλο, αυτό μόνο τη γειτονιά της Λεύκας στα Λαγκάδια. “θα ζήσει δεν θα ζήσει”. Το πρώτο δεν έχει απαντηθεί ακόμα με σιγουριά μέχρι σήμερα, το δεύτερο απαντήθηκε λίγες ημέρες αργότερα. Το οκτώ μηνών πρόωρα γεννημένο μωρό έζησε. Ο πάντα ασθενικός και μικροκαμωμένος, αλλά ξεφτέρι στα γράμματα. Ο Γιώτης ο Μέσης με το όνομα.

Η Γιαννούλα είχε και άλλο ένα αγόρι, από τον πρώτο γάμο, με τον Μήτσο Καγιά. Στην Κατοχή ο Καγιάς είχε μπει στο ΕΑΜ. Αργότερα βγήκε και στο βουνό. Καβάλα στο άλογο και με το όπλο στο χέρι, ένα μάνλιχερ μπήκε στα Λαγκάδια . Με το ίδιο άλογο όταν την έκλεψε, την ανέβασε από τον κάτω μαχαλά, πάνω στο μεγάλο δίπατο πέτρινο στη Λεύκα. “Για σένα το αγόρασα...άμα δε με θες, θα το κάψω , θα το γκρεμίσω, άλλη δε θα μπει σε αυτό”. Την είχαν τάξει αλλού οι δικοί της. Ανέβηκαν να την πάρουν, πήγαν να σκοτωθούν, τελικά τα βρήκαν, στεφανώθηκαν στον Άι- Γιάννη. Γιατί όπως λέει και ο Ντοστογιέφσκι “η ομορφιά είναι ο διάολος που παλεύει με το Θεό και πεδίο μάχης είναι οι καρδιές των ανθρώπων.” Η Γιαννούλα ήταν όμορφη, πολύ όμορφη για τότε και για τώρα. Κορμί λαμπάδα, η γεωμετρία των χειλιών της και τα τοξωτά σαν πέτρινα γεφύρια φρύδια της.

Ξαναβγήκε ο Καγιάς στο βουνό με το δεύτερο αντάρτικο. Τότε έχασαν και ένα παιδί, απέβαλε η Γιαννούλα από την στεναχώρια της. 18 χρονών κοπέλα. Στην μάχη της Δημητσάνας, το 48 ο Καγιάς πληγώθηκε στο πόδι. Του άφησε κουσούρι, κούτσαινε. Κυνηγημένος ένα χρόνο αργότερα, ανήμερα στην γιορτή της, του Άι- Γιάννη του Νηστευτή, στις 29 Αυγούστου, την συνάντησε κρυφά ψηλά στην Αγία Τριάδα. Κάποιος, γείτονας ήταν, ειδοποίησε την χωροφυλακή. Βγήκαν τα αποσπάσματα, τον πήραν στο κυνήγι, στο πόδι του σουβλιές, τον πρόλαβαν, τον σκότωσαν σαν το σκυλί. Του έκοψαν το κεφάλι, το πήγαν στην Τρίπολη. Την άλλη μέρα έπεσε ο Γράμμος , ο Εμφύλιος τελείωνε.

Η Γιαννούλα πέρασε από δίκη, με την κοιλιά στο στόμα. Εκεί στον Πύργο στην φυλακή γέννησε. Του έδωσε το όνομα του μακαρίτη του άνδρα της. Ο Δημήτρης, ο Τάκης της. Τον πήρε στο σπίτι της η γιαγιά του. Στο δικό τους στη Λεύκα, έμενε πια ο πρώτος, από τις μανάδες τους, ξάδερφος του άντρα της, ο Λαμπρόγιαννης. Δεν είχε κάνει χαρτιά ο μακαρίτης ο Καγιάς, στο δικαστήριο αυτός είχε. Χαρτιά με σφραγίδες, πολλές. Η Γιαννούλα βγήκε το 53.

Κάποτε οι Ολυμπιάδες σταματούσαν τις μάχες, τώρα ο πόλεμος είχε διακόψει τα Παγκόσμια Κύπελλα . Ξανάρχισαν το 1950. Το καλοκαίρι του 54 έγινε στην Ελβετία. Η σχεδόν διαλυμένη ηθικά και υλικά Γερμανία κέρδισε την αήττητη μέχρι τότε Ουγγαρία. Το “Θαύμα της Βέρνης”. Τα έχει αυτά το ποδόσφαιρο. Εδώ πράγματα και θαύματα. Παραμονή της Παναγίας, εκτελέστηκε ο Πλουμπίδης. Από τα Λαγκάδια ήταν, το σπίτι του κάτω από τον δρόμο. Το ΚΚΕ έβγαλε ανακοίνωση, ότι ήταν χαφιές της ασφάλειας. Γέλαγαν στα καφενεία “Όποιος δεν θέλει βασιλιά πατρίδα και θρησκεία να πάρει το αερόπλανο να πάει στη Βουλγαρία.”   Αγκαλιασμένες, στα μαύρα ντυμένες έκλαιγαν, η μικρή αδελφή του και η Γιαννούλα. Για τους προδομένους τους από παντού και από όλους. Φτώχεια , πείνα, πόνος. Η Γιαννούλα με τον μικρό έμεναν σε μια χαμοκέλα , ένα χαράμι, στον Κάτω Μαχαλά. Της στάθηκε, ο Μαρίνος Λαδόπουλος .

Ο Λαδόπουλος είχε το Παντοπωλείο πάνω στον δρόμο. Είχε και το μονοπώλιο για τα σπίρτα και το οινόπνευμα. Έκανε καλά λεφτά. Της έστελνε κρυφά, πράγματα και προξενιά. “Θα σε έχω βασίλισσα Γιαννούλα” . Κοντός με κιλά, κόκκινα μάγουλα βουνίσια και γαλανά μάτια, αραιά μαλλιά . “Θα καθαρίσουν και τα χαρτιά του Τάκη σου.” Αυτό την έπεισε. Ο Λαδόπουλος ήταν με τον Παπάγο και αργότερα με την ΕΡΕ. Πάνω από τα ράφια με τις κονσέρβες είχε την φωτογραφία του βασιλιά. Έτσι η Γιαννούλα ξανανέβηκε στον πάνω μαχαλά. Λίγο πιο πάνω από το σπίτι του Κανέλλου Δεληγιάννη. Του οπλαρχηγού του 21. Ως Λαδοπουλίνα πια. Του έκανε δυο κόρες, αργότερα τις πάντρεψαν στην Αθήνα. Ένα αγόρι δικό του, ο καημός του Λαδόπουλου. Ήρθε όταν δεν το περίμεναν. Μέχρι να πάρει τα πάνω του το μωρό, αρρώστησαν, το έταξαν στην Παναγιά. Το βάπτισαν Παναγιώτη, παρεξηγήθηκε ο πατέρας του Λαδόπουλου, το έθιμο ήταν το πρώτο αγόρι να πάρει το όνομα του παππού, βρίστηκαν, έκαναν καιρό να μιλήσουν .                  

Ο μεγάλος ο Τάκης μεγάλωνε, λεβέντης ψηλός σαν τον πατέρα του. Πήγε στο γυμνάσιο με το ζόρι, δεν τα ήθελε τα γράμματα. Ένα βράδυ η Γιαννούλα βρήκε στην τσάντα του, κάτι χαρτιά των Λαμπράκηδων. Τον έκλεισε στο δωμάτιο τον χαστούκισε “έχασα ένα άντρα, δεν θα χάσω και σένα”. Τον έχασε κι’ αυτόν αλλιώς.

Τελικά ήρθε η “Επανάστασις” η δικτατορία της 21ης Απριλίου. Πιάσανε μερικούς, κάποιοι έφυγαν στην Αθήνα. Ησύχασαν τα πράγματα, ηρέμησε και η Γιαννούλα.   Κατέβηκε και η φωτογραφία του βασιλιά από το μπακάλικο, στη θέση του ο συνταγματάρχης Γιώργος Παπαδόπουλος, με πολιτικά.

Ο Λαδόπουλος κανόνισε, ο Τάκης να κάνει την θητεία του στο Ναυτικό. Στον Στρατό θα ήταν πιο άγρια τα πράγματα για τον πάντα οξύθυμο Τάκη. Έτσι ο Τάκης που δεν είχε ποτέ στη ζωή του δει από κοντά θάλασσα, κλήθηκε να παρουσιαστεί στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως “Παλάσκας” στου Σκαραμαγκά . Αλλά και ο ναύαρχος Παλάσκας από βουνό ήταν, από τα Γιάννενα.

Στις 20 Ιουνίου, Σάββατο, ο Τάκης έφθασε στην Αθήνα. Κατέβηκε από το λεωφορείο, στον σταθμό των ΚΤΕΛ, απέναντι από τον Άγιο Κωνσταντίνο. Τα διηγιόταν και γέλαγε   όταν γύρισε στα Λαγκάδια “Τρεις η ώρα, ντάλα μεσημέρι. Μ’ ένα σακάκι ντρίλινο, πουλόβερ γεράνιο, βαμμένο με μάλλινη μπογιά και παπούτσια με πρόκες. Παντού αυτοκίνητα, του φόβου, σκιάχτηκα. Βρήκα μια απλωσιά, χώθηκα να περάσω απέναντι γλίστρησαν τα πέταλα, βρέθηκα χάμω, γέλαγε ο κόσμος.”   Γέλαγαν και οι άλλοι στο καφενείο.

Τρομαγμένος χώθηκε ο Τάκης απέναντι, στο ξενοδοχείο “Δελφοί” , έκλεισε δωμάτιο. Θα παρουσιαζόταν την Δευτέρα. Όλη μέρα δεν ξεμύτισε, έφαγε παξιμάδι με ελιές και λίγο τυρί. Από το σακούλι της μάνας του. Τη νύχτα, το Εθνικό Θέατρο δίπλα έλαμπε σαν επιτάφιος, αυτοκίνητα, κόσμος και στο βάθος μια έγχρωμη βροχή από το συντριβάνι της Ομόνοιας. Αργά το βράδυ ξύπνησε από τα βογγητά στο διπλανό δωμάτιο και το πρωί από τις καμπάνες της εκκλησίας.

Το απόγευμα της Κυριακής, το αποφάσισε. Οι δρόμοι άδειοι, ανέβηκε τη Σταδίου, στην οδό Δραγατσανίου, πλατεία   Κλαυθμώνος, ουρές μπροστά στις βιτρίνες των κλειστών καταστημάτων. Μέσα παίζανε τηλεοράσεις, ασπρόμαυρες, Uranya , Loewe Opta, Grundig. Τελικός Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Μεξικό. Οι πιο πολλοί ήταν με την Βραζιλία, μερικοί με την Ιταλία, ο Τάκης με το στόμα ανοικτό. Το ημίχρονο έληξε 1-1 ισοπαλία. Στο δεύτερο η Βραζιλία έβαλε άλλα τρία γκολ. Ένας δίπλα του αξύριστος, με ιδρώτα ημερών. “Τι κάνει ο πούστης ο Πελές” Ο Έντσον Αράντες ντο Ντασιμέντο γνωστός ως Πελέ σήκωσε το κύπελλο. Το πήραν δικό τους στην Βραζιλία, το έκλεψαν το 83, δεν βρέθηκε ποτέ.

Στα Λαγκάδια δεν το ήξεραν το ποδόσφαιρο. Κάποιοι το άκουγαν στο ραδιόφωνο, αλλά σχεδόν κανείς δεν το είχε δει. Ούτε και χώρος για το παιχνίδι υπήρχε. Γιατί όπως λένε ακόμα και σήμερα “η μεγαλύτερη πλατεία στα Λαγκάδια είναι το ταψί “.

Τα Λαγκάδια είναι μια πόλη κατηφορική, ίσως η πιο κατηφορική πόλη στην Ελλάδα. Από τα τετρακόσια μέτρα μέχρι τα χίλια υψόμετρο. ΟΙ εξώπορτες του πάνω στην ίδια ευθεία με τις στέγες του κάτω. Από την στροφή του δρόμου ξεδιπλώνονται στο μάτι, αργά οι γειτονιές της σαν διαδοχικές εικόνες ενός view- master. Λες και κάποιος άδειασε ένα τσουβάλι πέτρες. Άνθρωποι δύσκολοι του βουνού και τα σπίτια τους, ανάμεσα στα τρία φαράγγια, άνθη της πέτρας. Οι διάσημοι Λαγκαδινοί χτίστες.

Το ποδόσφαιρο ήρθε στα   Λαγκάδια με την τηλεόραση. Το Παγκόσμιο κύπελλο του 74, στη Γερμανία το είδαν με παράσιτα, η εικόνα έτρεμε αλλά κάπως το είδαν. Οι σχεδόν ερμαφρόδιτοι ψηλοί Ολλανδοί , με τα μακριά μαλλιά και τα λεπτά σαν κουνούπια πόδια που χόρευαν με μαέστρο έναν Γιόχαν Κρόιφ που λες και δεν πάταγε στο έδαφος, δίχασαν. “Οι πούστηδοι οι Ολλανδοί” αφορισμός και θαυμασμός μαζί. Οι νέοι μαζί και ο Τάκης ήταν με την Ολλανδία, κάτι παλιοί αριστεροί με την Πολωνία. Τελικά το κύπελλο το πήρε η Γερμανία, η Δυτική. Η Ανατολική είχε αποκλειστεί από την Βραζιλία.

Εκείνο το καλοκαίρι, ήρθε και η πρώτη κανονική μπάλα ποδοσφαίρου στα Λαγκάδια. Την έφερε μαζί του ο γιος ενός γιατρού , από την Αθήνα. Στην γειτονιά της Λεύκας, υπήρχε μια μικρή άπλα σε σχήμα τριγώνου, λένε πως εκεί ήταν ένα τζαμί που το γκρέμισαν το 1821. Χωρίστηκαν οι πιτσιρικάδες, και η μπάλα σχεδόν ανέπαφη, δεν ήξερε ο γιος του γιατρού, έκανε φιγούρες, πήρε τον κατήφορο, έφτασε στον μεγάλο δρόμο, χάθηκε στο ρέμα.

Το 74 έπεσε η χούντα, γύρισε η δημοκρατία και τα πολιτικά στα καφενεία. Η Γιαννούλα ψήφισε κρυφά το ΚΚΕ, ο Λαδόπουλος τη ΝΔ. Ο Τάκης ήταν με τον Ανδρέα και ο μικρός Γιώτης αν θα ήταν κάτι, θα ήταν με τον Κώστα Γείτονα. Λίγο πιο κάτω έμενε, είχε σπουδάσει στο Πολυτεχνείο μηχανικός, ήταν δίπλα στον Ανδρέα Παπανδρέου, στέλεχος. Ήρθε στα Λαγκάδια μίλησε, μικροκαμωμένος με μουστάκι, άκουγε ο κόσμος. Σε μια γωνιά ο Γιώτης έτρωγε τα νύχια του, άκουγε και ζήλευε. Να μεγαλώσει, να αφήσει μουστάκι, να μιλάει και να τον χειροκροτεί ό κόσμος . Να είναι και αυτός κάτι, κι’ ας μην τον έπαιζαν τα παιδιά ποδόσφαιρο. Δεν τον άφηνε και η Γιαννούλα, φοβόταν μην ιδρώσει. Είχε άσθμα.

Το 81 ήρθε το ΠΑΣΟΚ. Ο Τάκης ξεσηκώθηκε να φύγει στην Αθήνα. Τον διόρισε ο Γείτονας στον ΟΤΕ. Μάζευε τα κέρματα από τους τηλεφωνικούς θαλάμους. Έπαιρνε τα διπλά από τον δάσκαλο που του νοίκιαζαν μια κάμαρα . Έβγαλε και αμάξι ένα Fiat 128, μπλε σκούρο.                                    

Στο παγκόσμιο κύπελλο του 82 όλοι ήταν στην αρχή με την Βραζιλία. Μπροστά χορεύανε, πίσω τα τρώγανε, μετά με την Γαλλία του Πλατινί και στο τέλος με την Ιταλία που το πήρε.   Τους Γερμανούς δεν τους χωνεύανε από τότε. Αυτά την Κυριακή 11 Ιουλίου. Το Σάββατο στις 17 γιόρταζε ο Μαρίνος. Ήρθαν όλα τα παιδιά από την Αθήνα. Οι κόρες, οι γαμπροί , τα εγγόνια και ο Τάκης με μια Λίτσα. Φάγανε, ήπιαν, έσφαξε ένα κόκκορα η Γιαννούλα, κρασάτο με χυλοπίτες, τραγούδησαν. “Με γέλασαν μια χαραυγή της άνοιξης τα αηδόνια……. πως ο χάρος δεν με παίρνει…..”

Αργά το βράδυ ζαλισμένοι πιάστηκαν για τα πολιτικά, πετάχτηκε ο Τάκης στον Μαρίνο: “Σεις ρε σκοτώσατε τον πατέρα μου… φασίστες” σηκώθηκε και έφυγε. Όλο το βράδυ, ξεφυσούσε ο Μαρίνος, ανέβασε πίεση, δεν είχε ύπνο, σηκώθηκε πρωί. Μέσα στο σταχτί γκρι της πρωινής ομίχλης, σωριάστηκε στο κατώφλι, στράβωσε το στόμα του. Έτρεξαν, ξεψύχησε μέσα στην BMW του γαμπρού του, δεν πρόλαβαν. Στις πλαγιές ο ήλιος ξετύλιγε σιγά- σιγά όλα τα πράσινα. Τρελάθηκε ο Τάκης, αυτός ήταν ο πατέρας του, ο άλλος ήταν μόνον μια φωτογραφία. Πήρε τους δρόμους, γύρναγε, έξω από το Άργος, το Fiat καρφώθηκε κάτω από ένα φορτηγό. Τον βγάλαν κομμάτια. Αχ βρε έρμη Γιαννούλα.

Μαράζωσε, με κάτασπρα μαλλιά ακόμα κυπαρίσσι στα πενήντα της, ανάμεσα στα άλλα το κυπαρίσσια, στα μνήματα κάθε απόγευμα. Δημήτριος Καγιάς 1917 -1949 ετών 32 και Δημήτριος Καγιάς 1950- 1982 ετών 32. Το ένα μνήμα κάτω από το άλλο, ακόμα και τα νεκροταφεία είναι κατηφορικά στα Λαγκάδια. Ο Λαδόπουλος πιο εκεί μόνος του.

Ο μικρός πήγαινε στο Λύκειο, πρώτος μαθητής, στα χείλη το πρώτο χνούδι το άφηνε, κάτι σαν μουστάκι. Εκεί στο μεγάλο τετραώροφο , όλο πέτρα κτίριο του Γυμνασίου του βγάλαν και το παρατσούκλι. Οι ανεξέλεγκτες και ανικανοποίητες ορμές της βουνίσιας εφηβείας. Ο Γιώτης που τους έφτανε μέχρι τη μέση, ο Γιώτης   ο Μέσης. Τέλειωσε με άριστα. Ήθελε να δώσει για το Πολυτεχνείο. Δυσκολίες, οι αδελφές του στην Αθήνα, θα βοηθούσαν αλλά είχαν και τα δικά τους. Τότε στις παλιές τράπεζες του Ανδρεάδη που κρατικοποίησε ο Καραμανλής, έκανε ακόμα κουμάντο ένας δικός τους από τα Λαγκάδια. Να τελειώσει πρώτα τον Στρατό και κάτι θα γινόταν.

Ο Γιώτης παρουσιάστηκε στην Τρίπολη, βγήκε βοηθητικός, Ι3, γραφέας πεζικού. Τον κράτησαν εκεί. Ήταν το καλοκαίρι του Παγκοσμίου Κυπέλλου και του Ντιέγκο Μαραντόνα. Στο χέρι του Θεού είναι όλα. Μέρες δόξας στα ΚΨΜ αλλά και στο γήπεδο του στρατοπέδου. Τότε έπαιξε και για πρώτη φορά στη ζωή του ο Γιώτης ποδόσφαιρο. Τον συμπαθούσαν οι σειρές, οι παλιοί φαντάροι. Εκείνο το απόγευμα έβαλαν και στοίχημα, τα κοτόπουλα και τις μπύρες. Έπεφτε η κλωτσιά σύννεφο, σύννεφο και η σκόνη στο ξερό γήπεδο του στρατοπέδου. Ισοπαλία 7-7 και στο τέλος, σε ένα κόρνερ, γι’ αυτό την λένε πόρνη, η μπάλα   πήγε και ήρθε, πριν κυλίσει μπροστά στον Γιώτη, που έκλεισε τα μάτια και άφησε την αρβύλα να αποφασίσει. “Γκολ”. Τον πήραν στα χέρια και εν χορώ τον κουβάλησαν μέχρι το γραφείο του λόχου , με φωνές “Μαραντόνα - Μαραντόνα”. Η καρδιά του σαν τον ήλιο, ένα ξεχασμένο κόκκινο τούβλο, μέσα στο σκοτάδι που πέφτει ξαφνικά σαν κεραυνός στο οροπέδιο. Κοιμήθηκε ευτυχισμένος. Το παρατσούκλι κράτησε όσο ο στρατός.

Απολύθηκε από τον στρατό το 88 και στις αρχές του 89 προσελήφθη στο υποκατάστημα της Εμπορικής Τραπέζης, στην Ομόνοια, Θεμιστοκλέους 4. Η Γιαννούλα ανέβηκε μαζί του στην Αθήνα. Να του σιδερώνει τα πουκάμισα. Να του μαγειρεύει. Παναγιώτης Λαδόπουλος πια, τραπεζιτικός υπάλληλος. Έμειναν πίσω τα παρατσούκλια, ξεχασμένα στα Λαγκάδια που σιγά -σιγά μαράζωναν και άδειαζαν από κόσμο. Η πόλη που γίνεται κωμόπολη και στο τέλος ένα χωριό με συνταξιούχους . Όταν αργότερα με κάτι ευρωπαϊκά προγράμματα, φτιάξανε ένα γήπεδο πιο έξω, στην Αγία Παρασκευή, δεν υπήρχαν πια νέοι για να παίζουν.

Το καλοκαίρι του ‘90, το Παγκόσμιο Κύπελλο στην Ιταλία και η Γιαννούλα στα Λαγκάδια, δεν άντεχε την θερινή ρυπαρότητα της πόλης.   Οι αντικατοπτρισμοί της μειονεξίας του Γιώτη που δεν σου αλλάζουν την ζωή, αλλά σε κάνουν να ξεχνάς. Ο Μαραντόνα πάλι. Μόνος του και όλοι τους, ομάδες και διαιτητές, οδήγησε μια ξεθωριασμένη Αργεντινή στον τελικό. Κέρδισε η Γερμανία με ένα πέναλτι- μαϊμού. Κοντός, λίγο γεμάτος, να κλαίει σαν μωρό παιδί, ο μεγάλος Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. Το είδωλο του. Αυτό το είδε όλος ο κόσμος , ταξίδεψε η εικόνα . Αλλά κανένας δεν είδε τον πάντα ασθενικό με αρχές καραφλίτσας Γιώτη, βουρκωμένο μόνο του, μέσα στο σαν νερωμένο ούζο ημίφως της τηλεόρασης, σε ένα τριάρι της οδού Αραχώβης. Λίγο πιο πάνω από τα Εξάρχεια. Είχαν πουλήσει το μαγαζί στα Λαγκάδια και κάτι χωράφια, πήρε και δάνειο σχεδόν χωρίς τόκο από την τράπεζα , το αγόρασαν.

Τα Λαγκάδια μαράζωναν αλλά η εξέλιξη του Γιώτη στην Τράπεζα σταθερά ανοδική, με διαδοχικές κατ’ εκλογήν προαγωγές. Το 2002 ήταν Τμηματάρχης Α. Βγήκε το Σάββατο με   συναδέλφους, κέρασε, στην “Ροζαλία” στα Εξάρχεια. Καλοκαίρι, ζέστη, κι’ αυτός την Κυριακή πάλι μόνος του, μπροστά στην τηλεόραση. Από τις ανοικτές μπαλκονόπορτες χαρμόσυνες ιαχές. Η Αθήνα πανηγύριζε μαζί με το Ρίο. Βραζιλία -Γερμανία 2-0. Τους Γερμανούς ποτέ δεν τους χωνεύαμε.  

Ήταν σε ηλικία γάμου πια, να παντρευτεί και αυτός να της κάνει ένα εγγονάκι. Τον πίεζε η Γιαννούλα, έφερνε και προξενιά, καλές κοπέλες από τα μέρη τους. Κοντούλες στρουμπουλές, με υποσχέσεις έγγαμου βίου, καλής κρεβατοκάμαρας και τραπεζαρίας. Στην τράπεζα όμως είχε έρθει μια καινούργια. Η Μαιρούλα, με ματιές και υποσχέσεις αμφιλεγόμενες, θηλυκές. Το ξεχασμένο ανοικτό κουμπί στο πουκάμισο, η στενή φούστα και η ασφυξία των αρωμάτων καθώς έσκυβε πάνω του, γεμάτη απορίες επαγγελματικές. “Κύριε Λαδόπουλε” και “Κύριε Λαδόπουλε”. Φώτα και μουσικές στη ζωή του, ήταν η άνοιξη στο φθινόπωρο του. Και μια ημέρα, όλα επέστρεψαν εκεί που δεν ξεκίνησαν ποτέ, με την Μαιρούλα να μοιράζει τα προσκλητήρια του γάμου της. Ένα μεσημέρι εμφανίστηκε εν μέσω του φωτός- τα νέον της τράπεζας- και ο νυμφίος. Ο Σπύρος, ψηλός, μαύρα μαλλιά αλογοουρά, στο χέρι το κράνος της μοτοσικλέτας.

Άγρια μοναξιά τα χρόνια που ήρθαν , η Γιαννούλα γύρισε στα Λαγκάδια, δεν άντεχε πια την Αθήνα. Βουνά και θάλασσες κουλουριασμένα στα κάδρα. Κατέβηκαν και την θέση τους πήρε μια μεγάλη τηλεόραση επίπεδη. Τα συνδρομητικά κανάλια , έφεραν στην ζωή του τον Μέσι, τον Ινιέστα , τον Τσάβι και τους μπόμπους της Μπαρτσελόνα. Δεν έχανε παιχνίδι. Η παιδική ηλικία του Μέσι, τον συγκλόνισε, αδύνατος και ασθενικός σαν αυτόν, του έκαναν ενέσεις για να ψηλώσει, αλλά έγινε ο Μέσι . Αυτός δεν ήταν μόνος του αλλά πάλι δεν ξέρεις. Θυμήθηκε και το παλιό παρατσούκλι του, ο Γιώτης ο Μέσης, γέλασε.

Το 2010, στην Αφρική έγινε, το Μουντιάλ   το πήρε η Ισπανία με γκολ του Ινιέστα. Την Γιαννούλα την βρήκαν δέκα μέρες αργότερα, ντυμένη με το καλό της φουστάνι πάνω στο μνήμα του Καγιά, έκλεινε τα 80. Η μυρωδιά του ξερού χόρτου και το λιβάνι, στον αέρα. Η κόλαση που συναντούσε τον παράδεισο.   Το 2014 ο Μέσι πήγε στον τελικό με την Αργεντινή. Το πήρε όμως η Γερμανία, είχε βάλει επτά και στην Βραζιλία. Με γκολ του Γκέτσε. Ένα μπόι με τον Μέσι κι’ αυτός, οι υπόλοιποι Γερμανοί θηρία. Έσκασε η Ελλάδα.    

Έτσι όπως οι Ολυμπιάδες καθορίζανε τον χρόνο των Αρχαίων, έτσι και τα Παγκόσμια Κύπελλα σημάδευαν την άχαρη ζωή του Παναγιώτη Λαδόπουλου, διευθυντή πια στο υποκατάστημα Περιστερίου. Λέγανε πως στο Παγκόσμιο της Ρωσίας ήταν η τελευταία ευκαιρία του Μέσι που τα είχε πάρει όλα, να σηκώσει και το αγαλματάκι ενός Μουντιάλ. Ο Γιώτης δεν θα το μάθαινε ποτέ.

Μεγάλη Πέμπτη μπήκαν δυο με τα όπλα στα χέρια και κράνη στο κεφάλι. Ό ένας ψηλός με αλογοουρά. Έξω περίμενε με αναμμένη την μηχανή η μοτοσικλέτα. Χωρίς πινακίδα. Δίπλα στο Nissan του Παναγιώτη. Φορτωμένο έτοιμο να φύγει για τα Λαγκάδια. Για το Πάσχα. Οι κραυγές του κόσμου, η μπάσα φωνή του ληστή, η αμηχανία του προσωπικού. Όρμησε ξαφνικά ο κύριος Λαδόπουλος, μια σταλιά άνθρωπος, πάνω στον ψηλό με την αλογοουρά. Τον έριξε κάτω. Ο άλλος πυροβόλησε.

Το είδαν στις ειδήσεις. Επέστρεψε στα Λαγκάδια μαζί με το σώμα του,   και το παλιό του παρατσούκλι “Ρε σεις ο Γιώτης ο Μέσης”. Έβγαλε ψήφισμα η τράπεζα και λόγο επικήδειο ο απεσταλμένος της. Έκανε και δωρεά, να φτιαχτεί ξανά μια παλιά πέτρινη βρύση, με το όνομα του. Νύχτωνε, στην τηλεόραση ένας υπουργός, αριστερός, με ύφος “συμβαίνουν αυτά” είπε . Δύσκολο μελόδραμα βλέπεις η ζωή, για να την καταλάβεις.

Εκεί που ήταν το παντοπωλείο έχει ανοίξει καφετέρια, μπαράκι το βράδυ, παίζει τζαζ. “What a wonderful world” και Λούις Άρμστρονγκ.   Έξω η άγρια σιωπή των βουνών και ένα φεγγάρι, όχι ακριβώς γεμάτο, μεγαλούτσικο.

About the Author

Δημήτρης Κωστόπουλος

Δημήτρης Κωστόπουλος

Ο Δημήτρης Κωστόπουλος γεννήθηκε στο Περιστέρι και εργάστηκε  ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση. Συνεργάστηκε με εφημερίδες ( Ελευθεροτυπία, Καθημερινή , Πρώτη) και περιοδικά (Νέα Οικολογία , Ιστορικά Θέματα). Γράφει για το Books' Journal. Βιβλία του είναι τα "Δίπροκα" εκδ Δίπτυχο, "Βαλκάνια: Η γεωγραφία της οργής" εκδ Στοχαστής, "Ο Νταβέλης στο Σικάγο: Το γουέστερν της ανάπτυξης" εκδ Ευώνυμος και η πρόσφατη συλλογή διηγημάτων "Ο Φονέας και ο Φονιάς" εκδ Κέδρος    

Άνθη της Πέτρας

newlogo23Μη κερδοσκοπικό Σωματείο
«Φίλοι Παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής -
ΑΝΘΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ»
Διεύθυνση:
28ης Οκτωβρίου 55
Νέα Πεντέλη Τ.Κ. 15236

 

Ακολούθησέ μας

Facebook
Twitter
YouTube
Googleplus

 

Newsletter